Κατά τον δρα Στέλιο Γ. Σ κιά, επίκουρο καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
»Η πλειονότητα των υπόγειων υδροφορέων (κυρίως στα μικρά νησιά) δεν μπορούν εύκολα να συγκρατήσουν το νερό που κατεισδύει από τις επιφανειακές απορροές, καθώς είναι μικροί και έχουν ανοιχτό μέτωπο επικοινωνίας με τη θάλασσα. Με την αρνητική δε σύμπραξη της εντατικής άντλησης νερού από υδρογεωτρήσεις, διευκολύνεται η εισροή του θαλασσινού νερού, αλλοιώνοντας την ποιότητα του γλυκού νερού και καταστρέφοντας, ουσιαστικά, τον υδροφορέα (φαινόμενα αλμύρινσης, που είναι από πολύ δύσκολο ώς αδύνατο να αντιστραφούν)».
Επίσης στην πλειονότητά τους τα νησιά δεν έχουν ήπιο/ομαλό αλλά ιδιαίτερα έντονο ανάγλυφο με μεγάλες κλίσεις της επιφάνειας του εδάφους. Βασική και άμεση συνέπεια του γεγονότος αυτού είναι ότι οι επιφανειακές ροές νερού έχουν χειμαρρικό χαρακτήρα, δηλαδή μεγάλη ορμητικότητα/ενέργεια και διαφεύγουν κατά το μέγιστο ποσοστό τους με μεγάλη ταχύτητα προς τη θάλασσα (πολύ μικρό ποσοστό κατορθώνει τελικά να κατεισδύσει και μετασχηματισθεί σε υπόγειο νερό).
Εχει υπολογιστεί ότι από το νερό της βροχής, π.χ. σε Ρόδο, Κρήτη περίπου 80% επιστρέφει στην ατμόσφαιρα, 10,5% είναι τα στραγγιστικά νερά και μόνο το 9,5% των συνολικών επιφανειακών απορροών της βροχόπτωσης περνά στον υδροφόρο ορίζοντα. (Ως σύγκριση, αναφέρουμε ότι τα εκτιμώμενα μέσα ποσοστά στην Πελοπόννησο είναι της τάξης των: 60%, 17% και 23%, αντίστοιχα). 60.000.000 έως 80.000.000 κυβικά μέτρα ετησίως (κυρίως βρόχινο, πλημμυρικής μορφής) υπολογίζεται η ποσότητα νερού που καταλήγει στη θάλασσα, από τρεις μόνο χειμάρρους της Ικαρίας, και 50.000.000 έως 60.000.000 κυβικά μέτρα από τους κύριους χειμάρρους της Σάμου.
Στη θάλασσα
Το υπάρχον μεγάλο έλλειμμα φυτοκάλυψης συμπράττει με το έντονο ανάγλυφο έτσι ώστε η μεγαλύτερη ποσότητα των επιφανειακών ροών να μην συγκρατείται στο έδαφος αλλά να καταλήγει στη θάλασσα. Παράλληλα, η απουσία φυτοκάλυψης (κυρίως δασών) και το έντονο ανάγλυφο, αποτελούν κύρια αιτία για την καταστροφικότητα του νερού στη διάρκεια έντονων βροχοπτώσεων (πλημμύρες, διαβρώσεις, κατολισθήσεις). Μεγάλη εξάτμιση, που οφείλεται στους ισχυρούς ανέμους και στη μεγάλη ηλιοφάνεια.
Κατά τον κ. Σκιά ο ανθρώπινος παράγοντας επιδρά στη λειψυδρία, κυρίαρχα μεν ως προς το σκέλος της κατανάλωσης αλλά μέσω της ρύπανσης που προκαλεί επεμβαίνει (άμεσα και έμμεσα) και μειώνει τη διαθεσιμότητα του νερού (υφιστάμενα, κάθε περίοδο, αποθέματα) που καθορίζεται από τους γεωφυσικούς και κλιματικούς παράγοντες.
«Ειδικότερα, οι κύριοι ανθρωπογενείς παράγοντες λειψυδρίας στο νησιωτικό χώρο, επιγραμματικά αναφερόμενοι, είναι: η συνεχής αύξηση ζήτησης και κατανάλωσης (με εποχική ανισοκατανομή και αιχμή στη θερινή τουριστική περίοδο). Το ζήτημα του τουρισμού των νησιών είναι κρίσιμης σημασίας και σχετίζεται άμεσα με τη ζήτηση και κατανάλωση του νερού. Ας αναφερθεί μόνο, εδώ, το απαράδεκτο, θεωρώ γεγονός, σε συνθήκες κρίσης/λειψυδρίας να υφίσταται καθεστώς άναρχης δημιουργίας και λειτουργίας υδατοβόρων εγκαταστάσεων (όπως οι πισίνες, τα γήπεδα γκολφ, κ.ά.). Η ανεπαρκής έως ανύπαρκτη ολοκληρωμένη διαχείριση των διαθέσιμων υδατικών πόρων και συνολικά των φυσικών/περιβαλλοντικών πόρων (έδαφος, υγρότοποι, χλωρίδα, πανίδα). Οι διάφορες ανθρωπογενείς ρυπάνσεις των υδατικών πόρων (φαινόμενα ευτροφισμού, υφαλμύρινσης, ρύπανση από βιομηχανικά/αστικά/αγροτικά λύματα και απορρίμματα.Οι απώλειες στα τεχνικά συστήματα και τις υποδομές συγκέντρωσης διάθεσης του νερού στην κατανάλωση (π.χ. διαρροές σε δεξαμενές και σωληνώσεις δικτύων, εξάτμιση σε ανοιχτούς χώρους συγκέντρωσης)».
Ορθολογική αντιμετώπιση (διαθέσιμες-προτεινόμενες λύσεις κατά τον κ. Σκιά)
Η διαχείριση των υδατικών πόρων και του προβλήματος της λειψυδρίας σε κάθε νησιωτική ενότητα αλλά και σε κάθε νησί πρέπει: να διέπεται από συστημική (systemic) και ολιστική (holistic) λογική, να έχει συνδυαστικό/ολοκληρωμένο (integrated) χαρακτήρα και να εντάσσεσαι (ως αποτέλεσμα εφαρμογής) σε στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης (με στόχους, κριτήρια/ χρήση δεικτών, π.χ. «φέρουσα ικανότητα» οικοσυστημάτων με παράλληλη εφαρμογή του θεσμού των Στρατηγικών Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ), όπως άλλωστε καθορίζουν/επιβάλλουν οι υφιστάμενες και κυρωμένες από τη χώρα μας Ευρωπαϊκές Οδηγίες. Είναι προφανές εξαγόμενο από τα προαναφερθέντα ότι οι εφαρμοζόμενες λύσεις πρέπει κατά το δυνατόν να έχουν συνδυαστικό χαρακτήρα και να προσαρμόζονται στα χαρακτηριστικά της κάθε περίπτωσης. Ειδικότερα:
Εμπλουτισμός
1 Ο φυσικός και τεχνικός εμπλουτισμός των υπόγειων υδροφορέων αποτελεί την κύρια συνδυαστική λύση που η βέλτιστη εφαρμογή της πρέπει να είναι μόνιμος και συνεχώς επικαιροποιούμενος στόχος. Εμπλουτισμός μέσα από κατασκευή και χρήση μικρών φραγμάτων ή και λιμνοδεξαμενών, εφόσον το επιτρέπουν οι γεωλογικές συνθήκες (κριτήρια κόστους/οφέλους). Εφόσον, π.χ., οι υδροφορείς στην περιοχή αναφοράς δεν είναι ανοιχτοί προς τη θάλασσα ή είναι οικονομο-τεχνικά εφικτή η αντιμετώπιση του προβλήματος των διαφυγών. Επίσης, εμπλουτισμός με χρήση νερού βιολογικών καθαρισμών, με μικρές μονάδες (δεξαμενές) συλλογής βρόχινου νερού (rain water harvesting), με προτίμηση την υπόγεια αποθήκευση (τεράστια μείωση φυσικής εξάτμισης). Ας αναφερθεί σχετικά με το ζήτημα των μικρών φραγμάτων το παράδειγμα της Μυκόνου μέσα από τα λόγια του δημάρχου του νησιού Χρήστου Βερώνη. «Η Μύκονος είναι ξερονήσι. Ωστόσο, με τα δύο φράγματα στο Μαράθι, χωρητικότητας 3.000.000 και 1.000.000 κυβικών μέτρων νερού, λύσαμε σε σημαντικό βαθμό το πρόβλημα ύδρευσης. Ταυτόχρονα, με τα δύο διυλιστήρια που εγκαταστήσαμε, έχουμε από το ένα φράγμα 6.000 κυβικά μέτρα πόσιμο νερό και από το άλλο 2.000 κυβικά μέτρα».
2 Αξιοποίηση φυσικών υφάλμυρων νερών (υπόγειων υδροφορέων). Στη Φολέγανδρο, για παράδειγμα, έχουν εντοπισθεί μεγάλες ποσότητες υπόγειου υφάλμυρου νερού του οποίοι η ποιότητα μέχρι τα αποδεκτά για διάφορες χρήσεις όρια, μπορεί να βελτιωθεί μέσα από τεχνικές μεθοδολογίες που προσομοιάζουν με την κλασική αφαλάτωση, αλλά προφανώς υπερέχουν σημαντικά και περιβαλλοντικά και ως προς το κόστος της παραγωγικής διαδικασίας. Η χρήση μέσω διπλών δικτύων, δύο ποιοτήτων νερού (π.χ. υψηλής ποιότητας πόσιμο και υφάλμυρο) αποτελεί μέτρο γενικότερης εμβέλειας και αναγκαιότητας στους σημερινούς καιρούς της γενικευμένης ποσοτικής ανεπάρκειας, αλλά με ιδιαίτερη και προφανή οικολογική και οικονομική αξία, για τα νησιά μας.
3 Οι υδρογεωτρήσεις πρέπει να χωροθετούνται και να διαχειρίζονται, μόνο, με βάση σχετικές άδειες αλλά και σαφείς και ελέγξιμους κανόνες διαχείρισης (όρια και ρυθμός απόληψης, κ.λπ.), αντίστοιχα. Δυστυχώς, το ισχύον, εν πολλοίς, καθεστώς χρήσης τους (κυρίως από ιδιώτες) έχει οδηγήσει σε υπεράντληση/υπερκατανάλωση και σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων-περιοχών σε μη αναστρέψιμη εξάντληση του υδροφόρου ορίζοντα και αχρήστευσή του ουσιαστικά, από τη μείωση της περατότητάς του (είσοδος λεπτόκοκκων εδαφικών υλικών), σε συνδυασμό, συνήθως, εισόδου θαλασσινού νερού (υφαλμύρινση) ή άλλης ρύπανσης.
4 Η χρήση παραδοσιακών τεχνικών, όπως π.χ. η αποκατάσταση ή δημιουργία των αναβαθμίδων «ξερολιθιών», για τη συγκράτηση χώματος και νερού στα πρανή των βουνών και λόφων, πρέπει να εξαντλεί την εμβέλειά της (έχουν και ιδιαίτερη οικολογική αλλά και πολιτιστική αξία). Γνωστό παράδειγμα το σχετικό πρόγραμμα που εφάρμοσε με επιτυχία στ' Απεράθου ο Μανώλης Γλέζος.
Η αφαλάτωση
5 Η διαδικασία της αφαλάτωσης, όταν αποτελεί μία εκ των ουκ άνευ ανάγκη πρέπει να εξαντλεί τη δυνατότητα χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. (αιολική, ηλιακή, γεωθερμική, υδροδυναμική, κ.ά) με βάση τον στρατηγικό και τοπικό σχεδιασμό και σχετική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Π.χ. Στη Μήλο και στην Κίμωλο με γεωθερμική ενέργεια. Είναι γνωστό ότι λειτουργούν μονάδες αφαλάτωσης σε νησιά του Αιγαίου (με χρήση συμβατικής ενέργειας). Ιδιαίτερα ενθαρρυντικό παράδειγμα είναι η λειτουργία πλωτής, αυτόνομης τηλεχειριζόμενης οικολογικής μονάδας αφαλάτωσης, στην Ηρακλειά. Η παραγωγή (70 τόνοι ημερησίως) γίνεται μέσω ενός φιλικού προς το περιβάλλον συστήματος αφαλάτωσης θαλάσσιου ύδατος αξιοποιώντας ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ανεμογεννήτρια και φωτοβολταϊκό), με βέλτιστη ενεργειακή απόδοση. *
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου