Κοινωνία ή βαρβαρότητα;
«Η σημερινή κατάσταση μπορεί να οδηγήσει στο να είμαστε οι βάρβαροι του αύριο. Πλάσματα και σχέσεις ψυχρές, ωμές, πραγμοποιημένες, σκληρές και άνομες. Ενας εμφύλιος πόλεμος όλων εναντίον όλων. Το δίλημμα που έχουμε μπροστά μας είναι: ανθρώπινη κοινωνία ή βαρβαρότητα. Ολο και πιο συχνά βλέπουν το φως της δημοσιότητας τραγικά γεγονότα της καθημερινής ζωής, η παρουσίαση της βίας είναι επίσης όλο και πιο συχνή. Ο τρόπος που χειρίζονται αυτά τα συμβάντα ορισμένα από τα ΜΜΕ δεν είναι κεραυνός εν αιθρία».
Αυτά τονίζουν με επιστολή τους 40 επιστήμονες, ψυχίατροι, παιδοψυχίατροι, ψυχολόγοι, λογοπαιδικοί, οι οποίοι εξηγούν πώς βλάπτουν οι καταστάσεις που αναφέρουν.
1 Βομβαρδίζουν, στην κυριολεξία, τον ψυχισμό με εικόνες, πληροφορίες, αισθήσεις οι οποίες είναι και πρόωρες και υπέρογκης μάζας, για τις δυνατότητες επεξεργασίας και απορρόφησής τους από τα παιδιά και τους εφήβους. Η εικόνα του κόσμου που δημιουργείται είναι ότι δεν είναι ασφαλής, ότι είναι, εξ ορισμού, επικίνδυνος και βλαπτικός, ότι χρειάζεται να θωρακιστεί κανείς σαν σκαντζόχοιρος, να είναι έτοιμος για πόλεμο κι όχι για συνεργασία και αγάπη.
2 Υποβάλλουν την ιδέα ότι ανάμεσα στον χώρο της απόλυτης ελευθερίας, δηλαδή στις επιθυμίες και τη φαντασία μας, από τη μία, και τη δυνατότητα και το επιτρεπτό της υλοποίησης, από την άλλη, δεν υπάρχει διαφορά. Το μήνυμα είναι: «Μπορούμε να έχουμε και μας οφείλονται τα πάντα. Το να υλοποιήσει κανείς και την πιο αντικοινωνική και απάνθρωπη ιδέα του είναι δικαίωμά του. Θέλω, άρα δικαιούμαι». Πράγμα που σε ασυνείδητο, αλλά και σε συνειδητό, επίπεδο μεταφράζεται ως παντοδυναμία των επιθυμιών μας.
Σε μια τέτοια περιρρέουσα ατμόσφαιρα γιατί να εκπλήσσονται κάποιοι -υποκριτικά;- με τις πράξεις βίας καθώς και με τη διάδοσή τους;
3 Μέσω της δημόσιας έκθεσης του ιδιωτικού πόνου παρεμποδίζονται οι διαδικασίες του φυσιολογικού πένθους. Το πένθος έχει ανάγκη από μοίρασμα, από ανθρώπους που συμπάσχουν, από ένα ζεστό, οικείο περιβάλλον με σεβασμό και αλληλεγγύη. Το άτομο χρειάζεται να δώσει στον εαυτό του χρόνο και «ψυχικό χώρο» για να βιώσει και να επεξεργαστεί. Είναι αδύνατον να το μοιραστεί κανείς πραγματικά με χιλιάδες τηλεθεατές και αναγνώστες. Η δημόσια έκθεση και η εμπορική και ηδονοβλεπτική εκμετάλλευση που υφίσταται το άτομο, το μόνο που «πετυχαίνουν», εκτός από ένα 15λεπτο «προσωπικής δόξας» και την ψευδαίσθηση ότι μοιραζόμαστε κάτι, είναι: παρεμποδίζουν τις φυσιολογικές διαδικασίες του πένθους και απλά εκτονώνουν και απωθούν τον πόνο με συνέπεια τη συσσώρευση παθογόνων στοιχείων στον ψυχισμό.
Οι παραπάνω επιπτώσεις δεν αφορούν μόνο τους ανηλίκους. Τα καθημερινά μικρά και μεγάλα πλήγματα σε συνειδητό και ασυνείδητο επίπεδο, του ναρκισσιστικού προστατευτικού πλέγματος, «σπάνε» την αντοχή και τη συνοχή του ψυχισμού και ενσταλάζουν ανασφάλεια και λογικές παντοδυναμίας και ανομίας και στους ενηλίκους.
Το ότι τα φαινόμενα αυτά γνωρίζουν έξαρση τα τελευταία 10-15 χρόνια δεν σημαίνει ότι παλιότερα υπήρχε η «παλιά, καλή, αγγελική» Ελλάδα, χωρίς βία και διαστροφικές καταστάσεις. Η «παραδοσιακή» οικογένεια, η οποία ευτυχώς αρχίζει να απομυθοποιείται, εμπεριέκλειε στον τρόπο δόμησης και λειτουργίας της τρομακτική βία. Ισως αυτή η βία να ήταν πιο θερμόαιμη και παθιασμένη από τη σημερινή, η οποία μοιάζει να είναι πιο ψυχρή, «ανατομική» α-συναισθηματική, αλλά πάντως ήταν υπαρκτή. Και ιδιαίτερα απέναντι στις γυναίκες και τα παιδιά. Ακόμη, η «παραδοσιακή» κοινωνία με τη λογική της φάρας και του κλειστού κύκλου των «δικών μας» υπέτασσε, επί ποινή εξοστρακισμού, τις ατομικές επιθυμίες και τη διαφορετικότητα. Το ότι αυτό το σύστημα ανταποκρινόταν, ώς ένα βαθμό, στις ανάγκες της εποχής και αντανακλούσε το επίπεδο συνείδησης της κοινωνίας, δεν αναιρεί το γεγονός ότι συμπίεζε και τραυμάτιζε ψυχολογικά τους ανθρώπους.
Ετσι, στην αναζήτηση λύσης στα σημερινά ζητήματα θα ήταν λάθος να επιθυμούμε την επιστροφή σ' ένα «αγνό» παρελθόν. Αυτό, εξάλλου, δεν υπήρξε ποτέ. Είναι μια παρελθοντολάγνα φαντασίωση.
Ενας μεγάλος αριθμός γονιών, που δεν έχουν χρόνο να ασχοληθούν με τα παιδιά τους, είναι αναγκασμένος να λειτουργήσει έτσι λόγω της οικονομικής ανέχειας, όπως επίσης και λόγω των ανεπαρκειών του εκπαιδευτικού συστήματος. Τα υπερφορτωμένα προγράμματα δεν είναι πάντα αποτέλεσμα του μικροαστισμού των γονιών. Είναι απόλυτο και αυθαίρετο να τοποθετούνται όλοι οι γονείς σε μια κατηγορία. Το φαινόμενο έχει πολλαπλές όψεις.
Ακόμη, ένα χαρακτηριστικό άγχος πολλών σημερινών γονιών είναι το να μην επαναλάβουν τα δεσποτικά, καταπιεστικά στοιχεία του παρελθόντος. Και αυτό είναι αξιόλογο στοιχείο ανέλιξης των συνειδήσεων. Ομως κάτω από το βάρος αυτού του άγχους, μέσα σε συνθήκες που προάγουν την έλλειψη ορίων, η κατάσταση ορισμένες φορές εκτινάσσεται στο άλλο άκρο. Δηλαδή, στο να μην τίθενται όρια. Αυτή η κατάσταση φυσικά σε ένα πρώτο επίπεδο και «βολεύει» και αρέσει στα παιδιά. Ομως, τελικά, αφήνει το παιδί χωρίς αίσθηση ορίων και ως εκ τούτου δημιουργεί αίσθημα ανασφάλειας. Το παιδί δεν μπορεί να δημιουργήσει από μόνο του όρια, εσωτερικό πλαίσιο. Αυτό είναι έργο των γονιών (και της κοινωνίας). Το παιδί, σιγά σιγά, τα ενσωματώνει και μεγαλώνοντας μπορεί να τα χρησιμοποιήσει από μόνο του. Επιπλέον, η έλλειψη ορίων συμβάλλει στην εγκαθίδρυση της λογικής της παραβατικότητας.
Παράλληλα, στο θέμα που συζητάμε, η ευθύνη και η συμμετοχή του κάθε πολίτη είναι σημαντική. Μπορούμε να κλείσουμε την τηλεόραση. Να πούμε όχι στις καταναλωτικές απαιτήσεις των παιδιών, να αρνηθούμε να εκθέσουμε τον πόνο μας.
Οι πρακτικές που αναφέραμε παραπάνω είναι διαστρεβλωμένος, παθολογικός ναρκισσισμός. (Τέτοιες πρακτικές υπήρχαν και σε προηγούμενες εποχές αλλά πιο συγκαλυμμένα και περισσότερο «εν οίκω» παρά «εν δήμω» απ' ό,τι σήμερα). Εκφάνσεις αυτών των πρακτικών αποτελούν: η έκθεση-επίδειξη της βίας και του ανθρώπινου πόνου με ψυχαγωγικό σκοπό και ηδονοβλεπτικό τρόπο, η παρουσίαση των σωμάτων με πορνογραφικό τρόπο και η χρήση τους σαν άψυχα αντικείμενα, η δημόσια επίδειξη της ιδιωτικής ζωής και των γαργαλιστικών στιγμών της, η επίδειξη του πλούτου και της χλιδής, η ατιμωρησία των «ισχυρών».
Ο φυσιολογικός ναρκισσισμός
Αυτό το γενικότερο πνεύμα και οι επιμέρους λογικές και πρακτικές βάλλουν και διαρρηγνύουν τη σφαίρα του φυσιολογικού ναρκισσισμού, δηλαδή το θεμελιακό επίπεδο οργάνωσης του ψυχισμού των ατόμων. Ως φυσιολογικός ναρκισσισμός εννοείται μια επαρκώς ανθεκτική και ευλύγιστη οργάνωση του ψυχισμού. Αυτός παρέχει στο άτομο ένα κατ' αρχάς αίσθημα ασφάλειας μέσα και μαζί με τον κόσμο, εσωτερικής ζεστασιάς, αντοχής στις ματαιώσεις, ικανότητα έκφρασης πλούσιων συναισθημάτων, λογικής επεξεργασίας και ανοίγματος στους άλλους. Επίσης, βάλλουν την κοινωνική συνοχή, τα θεμέλια της κοινωνικής συγκρότησης. Δηλαδή τον ελάχιστο απαιτούμενο βαθμό αλληλεγγύης, ανθρωπιάς, σεβασμού και ευνομίας ώστε να υπάρχει κοινωνία ανθρώπων. Το ότι υπάρχει ηδονή και απόλαυση στις συγκεκριμένες πρακτικές είναι αδιαμφισβήτητο. Ομως αυτή η -«στιγμιαία»- ηδονή και η απόλαυση προέρχονται από καταστάσεις που χρησιμοποιούν τον άλλο και τον εαυτό ως «πράγμα», τον πόνο ως πηγή.Την επιστολή υπογράφουν οι: Παναγιώτης Σακελλαρόπουλος, καθηγητής Παιδοψυχιατρικής, Χριστίνα Αθανασιάδη, Αθηνά Φραγκούλη, Γιώργος Καλύβης, Ευγενία Παράσχη, λογοπεδικοί, Αλβέρτος Αντζελ, αναισθησιολόγος, Γιάννης Αλεξανιάν, καρδιολόγος, Ελένη Αποστολάκου, Ολγα Κοσμοπούλου, παθολόγοι, Ναγια Βαρτζελή, πνευμονολόγος, Γιώργος Βελονάκης, γιατρός, Εφη Γέρου, Πόπη Καλαμπόγια, Εβελίνα Ζεΐκου, Χρήστος Κρυσιλας, Μαρίνα Μαγκλαρη, Κριστίνε Μερκλ, Νατάσα Παναγιωτοπούλου, Μαρία Πλατή, Μένη Σιώκου, Δάφνη Σταματογιάννη, Παναγιώτα Φίτσιου, Κώστας Φύσσας, ψυχολόγοι, Μάκης Γιάρκας, Μιχάλης Δικαιάκος, Θοδωρής Διονυσόπουλος, Τάκης Θεοδωρόπουλος, Προκόπης Λάλος, Κατερίνα Μάτσα, Μαρία Μανωλικάκη, Θόδωρος Μεγαλοοικονόμου, Μάρθα Μπουρνιά, Γιώργος Νικολαΐδης, Δημήτρης Οικονομίδης, Γιάννης Τριανταφύλλου, ψυχίατροι, Χρήστος Παπανδρέου, επιμελητής δομών Πρόνοιας, Πάνος Παπανικολάου, νευροχειρουργός, Ελένη Πλέσια, αναισθησιολόγος, Αγγελική Φωτεινού, εργοθεραπεύτρια.